-
1 εφικνεομαι
ион. ἐπικνέομαι (aor. 2 ἐφικόμην)1) доходить, достигать(τῆς ἀρετῆς Isocr.; τοῦ τριηραρχεῖν Dem.; τοῖς ἐγχειριδίοις τὼν πολεμίων Plut.; ἄχρι τινός и εἴς τινα NT.)
ἅμα ἀλλήλων ἐφίκοντο Hom. — оба одновременно напали друг на друга;ἐφικέσθαι πάντων Dem. — проникнуть всюду;οὐκ ἦν φθεγγόμενον ἐφικέσθαι Plut. — его невозможно было услышать;ἐ. τινος τῷ νόμῳ Plut. — получить что-л. на основании закона2) попадать(πρὸς τὸν σκοπόν Luc.)
3) задевать, касаться(τῷ λόγῳ τῶν κακῶν Dem.)
4) ( в словах) улавливать, излагать(ἄριστα καὴ ἀληθέστατά τι Her.; μάλιστα τῶν πραγμάτων ἐφικνούμενος λόγος Plut.)
5) поражать, ударять(ἐφικέσθαι τινός Plat.)
τὸν Ἑλλήσποντον ἐκέλευε τριηκοσίας ἐπικέσθαι μάστιγι πληγάς Her. — (Ксеркс) приказал нанести Геллеспонту триста ударов бичом6) простираться(ἐπὴ τοσαύτην γῆν Xen.)
ἐφ΄ ὅσον ἀνθρώπων μνήμη ἐφικνεῖται Xen. — насколько простирается человеческая память;τῇ ἐπιμελείᾳ ἐ. τινος Luc. — простирать свои заботы на что-л. -
2 ἐφικνέομαι
Aἐφίξυμαι Xenoph.6.3
: [tense] aor. 2 ἐφῑκόμην, [dialect] Ep. - ῐκόμην Il.13.613: [tense] pf.ἐφῖγμαι D.25.101
:I reach at, aim at, c. gen., of two combatants,ἅμα δ' ἀλλήλων ἐφίκοντο Il.13.613
; simply, reach or hit with a stick,εὐ μάλα μου ἐφικέσθαι πειράσεται Pl.Hp.Ma. 292a
;ὅσων ἂν ἐφικέσθαι δυνηθῶσιν Isoc.12.227
; , cf. Plu.2.267c, etc.;σφενδόνῃ οὐκ ἂν ἐφικοίμην αὐτόσε Antiph.55.20
;τὰ βέλη ἐ. ἄχρι πρὸς τὸν σκοπόν Luc.Nigr.36
.2 reach, extend,ὅσον ὁ ἥλιος ἐ. Thphr.HP1
. 7.1, etc.;ἐφ' ὅσον ἀνθρώπων μνήμη ἐ. X.Cyr.5.5.8
; ἐ. ἐπὶ τοσαύτην γῆν τῷ ἀφ' ἑαυτοῦ φόβῳ to reach by the terror of his name over.., ib.1.1.5; ἐ. ἐς τὸ λεπτότατον to reach to the smallest matter, Luc.JConf.19;ὅπου μὴ ἐ. ἡ λεοντῆ, προσραπτέον.. τὴν ἀλωπεκῆν Plu.2.190e
; c. part.,ἐ. φθεγγόμενον Id.TG18
;ἐ. βλέποντα μέχρι τινός D.Chr.62.1
.3 metaph., hit, touch the right points,ἐ. ἐξαριθμούμενος Plb.1.57.3
;τὰ ἄλλα λέγων ἐπίκεο ἀληθέστατα Hdt.7.9
.4 reach, attain to,τῆς ἀρετῆς Isoc.1.5
;ἀνδραγαθίας Aeschin.3.189
;τοῦ τριηραρχεῖν D.20.28
, cf. 122;τῷ λόγῳ τῶν ἐκεῖ κακῶν Id.19.65
: c. inf., ἐ. τῷ λόγῳ διελθεῖν to be able to.., Plu.2.338c, cf. Plb.1.4.11, Inscr.Prien.105.47 (i B. C.): abs., succeed in one's projects, App.Mith. 102; of a poison, reach a vital part, take effect, ib. 111.II c. acc., to come upon, like ἐφικάνω, εἴ σε μοῖρ' ἐφίκοιτο Pi.I.5(4).15: c. dupl. acc., ἐπικέσθαι μάστιγι πληγὰς τὸν Ἑλλήσποντον to visit it with blows, Hdt.7.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφικνέομαι
Перевод: со всех языков на все языки
со всех языков на все языки- Со всех языков на:
- Все языки
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Русский